΄γγαστρικὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
΄γγαστρικὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
'γγαστρικὸ τό, ἀμάρτ. ἀγγαστρικὸ Τῆλ.
Ετυμολογία
Οὐδ. οὐσιαστικοποιηθὲν τοῦ ἀμάρτ. ἐπιθ. ᾿γγαστρικός, ὃ ἐκ τοῦ οὐσ. ’γγάστρι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ικός.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ φαγητῶν, τὸ εἰς τὴν ὄσφρησιν ἐγκύου γυναικὸς προσπεσὸν καὶ ἐξ οὗ πρέπει νὰ γευθῆ ἀπαραιτήτως, διότι ἄλλως ἐνδέχεται νὰ ὑποστῇ ἀποβολὴν (κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν πρόληψιν) : Δῶσ’ της ἀγγαστρικὸν-νὰ μὴ χ-χάσῃ τὸ παιΐ. 2) Πεπαισμένως, πᾶν φαγητὸν ἤ ἔδεσμα ὀρεκτικὸν: Ἔλα, πιˬάσε ἀγγαστρικὸγ-γιˬὰ νὰ μὴν ἐβγάλωμεγ-κριθάρι (κριθάρι=κριθὴ τοῦ βλεφάρου).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA