ἀναγραίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγραίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναγραίνω ᾿΄Ηπ. -Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνά καὶ τοῦ ρ. γραίνω.

Σημασιολογία

Ξαίνω, ἐπὶ μαλλίων ἢ βάμβακος ἔνθ’ ἀν. : Παροιμ. Ἀναγραμένο τό μαλλί, ζεστό, ἁπαλὸ τὸ στρῶμα (ἡ καλὴ ἀνατροφὴ καθιστᾷ εὐαγώγους τοὺς ἀνθρώπους) Λεξ. Δημητρ. Συνών. γραίνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/