βόρεˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βόρεˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βόρεˬασμα τό, Ἀθῆν. Ζάκ. Ἰων. (Σμύρν.) Κρήτ. Πειρ. Πελοπν. (Ἦλ. Οἰν.) βόιρεˬασμα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) βόρκασμαν Κύπρ. βόρεˬαμα Ἄνδρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βορεˬάζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1)Συνήθως κατὰ πληθ., οἱ βόρειοι ἢ βορειοανατολικοὶ ἄνεμοι, ἐτησίαι Ἀθῆν. Ἄνδρ. Ζάκ. Ἰων. (Σμύρν.) Κρήτ. Πειρ. Πελοπν. (Ἦλ. Κίτ. Μάν. Οἰν.): Γνωμ. Τ’ Αὐγούστου τὰ βορεˬάσματα τὸ Μάι ἀναθυμοῦνται (ἡ εὐκρασία τοῦ Αὐγούστου εἶναι ὡς ἡ τοῦ Μαΐου) Κρήτ. Πειρ. 2) Τὸ ἐκ τῆς ψύξεως τοῦ βορείου ἀνέμου γεννώμενον οἴδημα ἢ σχίσιμον τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν Κύπρ. Πβ. βόρισμα

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/