΄γγαστρόμηλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
΄γγαστρόμηλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
᾽γγαστρόμηλο τό, Χίος (Πυργ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ’γγάστρι καὶ μῆλο.
Σημασιολογία
Φανταστικὸν μῆλον, τὸ ὁποῖον καθιστᾷ ἔγκυον πάντα ὅστις τὸ φάγῃ (κατά μυθολογικὴν παράδοσιν): Μιˬὰ gριά, λέ, ἐπῆε’ς ἕνα χωρgιˬὸ τσ᾿ ἐπουλοῦσαν ᾿γγαστρόμηλα... Ἡ gριὰ ᾿ὲν ἔκαμνεν παιδgιˬὰ τσ᾿ ἐπῆρεν dο τὸ μῆλο γιˬὰ νὰ ᾿γγαστρωθῇ (ἐκ παραμυθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA