΄γγάστρωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
΄γγάστρωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
᾽γγάστρωμα τό, κοιν. καὶ Καππ. (’Αραβάν. Γούρτον.) ᾿γγάστρουμα σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. ἀγγάστρωμαν Κύπρ. ἀγγάστρουμα Θράκ. (Σουφλ.) κ.ἀ. γάστρωμα Κρήτ Πελοπν. (Καρδαμ. Σαηδόν. κ.ἀ.)-Λεξ. Βάιγ Μπριγκ. γάστρωμα (ν) Πόντ. (Οἰν.) γάστρωμαν Πόντ. (Σταυρ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ’γγαστρώνω, παρ’ ὃ καὶ ἀγγαστρώνω καὶ γαστρώνω. Ὁ τύπ. γάστρωμα καὶ παρὰ Βλάχ. καὶ Σομ.
Σημασιολογία
1) ’Επὶ γυναικῶν καὶ θηλέων θηλαστικῶν, ἡ ἐγκυμοσύνη, ἡ κατάστασις ἢ ἡ περίοδος τῆς κυοφορίας κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) Πόντ. (Οἰν. Σταυρ. Χαλδ. κ.ἀ.) Συνών. ᾿γγάστρι 1, ᾿γγαστριὰ 1. 2) Ἐπὶ σιτηρῶν, ἡ ἐποχή τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ καρποῦ πρὸ τῆς πλήρους σταχυοφορίας, ὅτε εἰς τὸ ἄκρον τοῦ φυτοῦ παρουσιάζεται διόγκωσις περιλαμβάνουσα ἐντὸς φύλλων τὸν ἐν σχηματισμῶ στάχυν Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Ζάκ. (Κερ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἦλ. Καρδαμ. Σαηδόν. κ.ἀ.) κ.ἀ.: Σὲ λίγο θ᾿ ἀρχίσῃ τὸ ᾽γγάστρωμα τοῦ σιταριˬοῦ Ζάκ. (Κερ.) Συνών. ’γγάστρι 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA