ἀναγριώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγριώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναγριώνω Λεξ. Δεὲκ Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. ἀναγριώνου Θεσσ. (Ζαγορ.) ἀνεγριώνω Κῶς ἀνιγρώνου Μακεδ (Σἐρρ.) ἀνηγριώνω Δαρδαν. Μέσ. ἀναγριώνουμι Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀναγουρώνουμι Μακεδ. (Σέρρ.) ἀνεγριώνομαι Θρᾴκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ. τοῦ ρ. ἀγριώνω. Ἡ λ. ὡς καὶ ὁ τύπ. ἀνεγριώνω καὶ παρὰ Γερμ.

Σημασιολογία

1) Ἐρεθίζω, παροξύνω τινὰ ἔνθ’ ἀν.: Μὴν ἀναγριώνῃς τὰ ζῷα Λεξ. Δημητρ. Ἀνιγρώθ᾿κι ἡ καρδιά τ᾿ (ἐξηγέρθη πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν πράγματός τινος) Σερρ. Συνών. ἀγγρίζω 1, ἀγριώνω 1, ἀναγγρίζω Α1, ἀναγκάζω λ 2, ξαγγρίζω, ξαναγγρίζω, παραγγρίζω. 2) Φωνάζω, κλαίω, ἐπὶ βρέφους Μακεδ. (Σέρρ.) 3) Καθίσταμαι μανιώδης Λεξ. Δεὲκ 4) Φρίττω Θρᾴκ.(Μάδυτ.) Συνών. ἀνατριχιάζω. 5) Μέσ. ἐπιδεινοῦμαι Θρᾴκ.: Ἀνεγριώθ’κε τό πρᾶμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/