ἀρbουροφάναρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρbουροφάναρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρbουροφάναρο τό, Πειρ. κ.ἀ. ἀλbουροφάναρο Πειρ. κ. ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄρbουρο καὶ φανάρι.

Σημασιολογία

Φανὸς λευκοῦ φωτὸς ἀνηρτημένος εἰς τὸν πρῳραῖον ἱστόν. Συνών καραβοφάναρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/