γδαρταριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γδαρταριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γδαρταριˬὰ ἡ, Ἤπ. (Πάπιγκ.) -Λεξ. Αἰν. γδαρταιριά Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ γδαρτὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -αριˬά.
Σημασιολογία
1) Ὁ τόπος ἔνθα ἔγινεν ἡ ἐκδορὰ σφαγίου ἢ σφαγίων καὶ ὅπου διακρίνονται σαφῶς τὰ ἴχνη τῆς πράξεως Ἤπ. (Πάπιγκ.)- Λεξ. Αἰν. 2) Γδάρσιμο 2, ὃ ἰδ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Ὅλο γδαρταιριὲς ἔναι τὸ χέρι του || Φρ. Τὸν ἔκαμε γδαρταιριά (ἐπὶ τοῦ παρουσιάζοντος πολλὰς ἐκδοράς εἰς διάφορα σημεῖα τοῦ σώματος κατόπιν συμπλοκῆς).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA