βορεˬοχείμωνο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βορεˬοχείμωνο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βορεˬοχείμωνο τό, ἀμάρτ. βοροχείμωνο Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. βορεˬὰς καὶ χειμῶνας.
Σημασιολογία
Χειμών, κακοκαιρία μετὰ βορείου ἀνέμου: ᾎσμ. Ἂν εἶναι βοροχείμωνο, βάλε τοὶς γοῦνες κ’ ἔλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA