ἀρβυλοπέταλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρβυλοπέταλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
Εἰς τὴν στρατιωτικὴν γλῶσσαν τὸ ὑπόδημα τοῦ στρατιώτου: Φρ. Φόρεσα τοῖς ἀρβύλες (ἐνεδύθην τὴν στρατιωκὴν στολὴν πρὸς ἐκπλήρωσιν τῆς στρατιωτικῆς θητείας) σύνηθ. Βρομάει-μυρίζει ἀρβύλα ἀποδῶ κ’ ἐκεῖ κάτω (ἐπὶ τοῦ ρυπαροῦ ὁ ὁποῖος ἀναδίδει κακὴν ὀσμὴν ἰδίᾳ τῶν ποδῶν ἕνεκα τῆς ἀπλυσίας) Ἀθῆν. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀρβύλα καὶ πέταλο.
Σημασιολογία
Πέταλον σιδηροῦν προσηλούμενον εἰς τὴν πτέρναν τῶν στρατιωτικῶν ὑποδημάτων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA