γδερματίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γδερματίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γδερματίζω Νάξ. (Τραγ. Τρίποδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Ἑλληνιστ. ἐκδερματίζω.

Σημασιολογία

1) Γδέρνω 1, ὃ ἱδ. ἔνθ᾽ ἀν.: ’Εψόφησεν ἡ ζούλα μας καὶ τὴν ἐγδερμάτισενε ὁ Βαγγέλης (ζούλα=γίδα) Τραγ. 2) Γδέρνω 2, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν.: Δὲ θέλω νὰ μὲ χτενίσῃς∙ μὲ γδερματίζεις Τραγ. Τὸ γδερμάτισε τὸ κοπελούδι μὲ τὸ χτένι Τρίποδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/