βορικὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βορικὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βορικὸ τό, λογ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς λογίας ἐκφράσεως βορικὸν ὀξύ, ὃ ἐκ τοῦ Γαλλ. acide borique.
Σημασιολογία
Φάρμακον ὑπὸ μορφὴν κρυσταλλικῶν λεπιδίων, τὸ ὁποῖον διαλυόμενον εἰς ὕδωρ θερμὸν χρησιμεύει ὡς ἀντισηπτικόν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA