ἀναγυρίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγυρίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναγυρίδα ἡ, Κρήτ. Κύθηρ. -Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀνεγυρίδα Θήρ. Α.Κρήτ. ἀνεϋρίδα Νάξ.(᾿Απύρανθ.) ἀνεϋρία Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνάγυρος (Ι).
Σημασιολογία
1) Κίνησις οὐχὶ κατ’ εὐθεῖαν, ἀλλὰ περιστροφικὴ Θήρ. Κάρπ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.):’Αργεῖ τὸ νερὸ νὰ κατέβῃ, γιˬατὶ εἶναι μεγάλη ἡ ἀνεϋρίδα ποῦ κάνει ᾿Απύρανθ. Τόση ἀνεγυρίδα ἔκαμα, ὥστε νὰ σὲ ξετρυπώσω Θήρ. ‖ ᾎσμ. Ἐμάθανε πῶς σ᾽ ἀγαπῶ κ’ ἐστέσα dὴ bαΐδα μὰ ᾽γὼ ’μουνε μαργιˬόλικο κ᾽ ἔκαμ’ ἀναγυρίδα Κρήτ. Πβ. ἀναγυρία, ἀπογυρίδα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κάρπ. Νάξ. β) Περιφερική, ἑλικοειδής ὁδὸς Κρήτ. Συνών. ἀγανεˬά 2, ἀναγανεˬά. γ) Περιφορὰ νεκροῦ ἢ εἰκόνων κατὰ τὴν λιτανείαν Κύθηρ. δ) Περίπατος Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. : Κάναμε μιˬὰν ἀναγυρίδα ’ς τὰ περιβόλιˬα Λεξ. Πρω. Κάνομε κάθε βράδυ μιˬὰν ἀναγυρίδα ’ς τὴν ἀκροθαλασσιˬὰ Λεξ. Δημητρ. Συνών. βόλτα. 2) ᾿Επιστροφή, ἐπάνοδος Κάρπ. ᾎσμ. Κ᾽ εἰς τὴν ἀνεϋρίαν μου κ’ εἰς τὸ τραούισμά μου, μάννα μ’, ὁ πρωτοθεριστής ΄ντιπολοήθηκέν μου, (τραούισμα=τραγούδημα, τραγούδι. ᾿ντιπολοήθηκεν =ἀντεῖπεν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA