γδούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γδούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γδούρα ἡ, ΔΚρήτ. Εὔβ. (Αἰδηψ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) - Λεξ. Βλαστ., 354 γουδούρα Εὔβ. (Στρόπον.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γδούρι.
Σημασιολογία
1) Γδορά, ὃ ἰδ. Στερελλ.(Αἰτωλ.): Οὐ τσουπά’ς ἔ᾽ μνιὰ προυβιˬὰ ἀποὺ σφαχτὸ τὶς περ᾿σσότιρις φουρές, τὴν ξαπλώ’ ἀποὺ τὴ γδούρα, βάζ’ πάν’ τ’ ἀλεύρ’ κὶ χύ’ ιρό, ρίχ’ ἁλάτ’ κὶ φτει͜ά’ τοὺ χαμουκού’ (χαμουκού’ = εἶδος ἄρτου παρασκευαζομένου ἐξ ἀλεύρου λαθύρων). 2) Ἡ πιτυρίασις τοῦ δέρματος Εὔβ. (Στρόπον.): Ἄι λούσου νὰ φύῃ ἡ γουδούρα. ’Αφοῦ κουρέψ’ς ἕνα τουμάρ’, τὸ πλέ’ς νὰ φύῃ ἡ γουδούρα. 3) Τὸ πρόβατον, τὸ ἔχον βραχὺ καὶ ἀραιὸν τρίχωμα, ὥστε νὰ φαίνηται ὡς ἐκδαρὲν ΔΚρήτ. 4) Τὸ μέρος ὅπου κρεμοῦν τὸ ἐσφαγμένον ζῷον διὰ νὰ τὸ γδάρουν Λεξ. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν. 5) ᾿Επιρρηματ., ἐν χρῷ, σύρριζα Εὔβ. (Αἰδηψ.): Νὰ τοῦ κόψῃς τὰ μαλλιὰ γδούρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA