ἀργάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀργάζω σύνηθ. ἀργάζου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ἀρgάζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἐργάζω Τῆν. Μέσ. ἀργάζομαι Ἀθῆν. Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κύθηρ. κ.ἀ. ἀργάζουμι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Εὐρυταν.) κ.ἀ. ἀργάζουμ’ Θρᾴκ. (Σκοπ.) Ἴμβρ. ἐργάζομαι Ἀθῆν. Μύκ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ὀργάζω. ’Ιδ. ΚΚόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 41. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 23 (1911) 497. Οἱ μετὰ τοῦ ἀρκτικοῦ ε καὶ οἱ μέσ. τύπ. κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἐργάζομαι.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Ἀναδεύω, ἀνακυκῶ, φυρῶ, ζυμώνω πολλαχ.: Ἀργάζου d’ λάσπ’ Ἴμβρ. Τ᾽ ἄργασα καλὰ τοὺ ζ’μάρ’ (ζυμάρι) αὐτόθ. Ἡ σημ. αὕτη καὶ παρὰ Σοφοκλ. Ἀποσπ. 432 «πηλὸν ὀργάζειν χεροῖν», πβ. καὶ Ἡσύχ. «ὀργάσαι τὸν πηλόν• ἑτοιμάσαι, φυρᾶσαι, βρέξαι, ἀναδεῦσαι». β) Μαλάσσω τι διὰ τῶν χειρῶν ἢ δι’ ὀργάνου Ἴμβρ. κ.ἀ.: Ἀργάζου dὴ μ’τζήθρα (μαλάσσω τὴν μυζήθραν ἰσχυρῶς διὰ τῶν χειρῶν ἢ τύπτω δι᾿ ὀργάνου πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ βουτύρου) Ἴμβρ. γ) Πλύνω δι’ ὕδατος ἐκ βρασμένων βαλανιδίων, συνήθως ἐπὶ πίθων (διότι τὰ βαλανίδια χρησιμοῦνται ὡς δεψικὴ οὐσία) Πελοπν. (Λάκων.) 2) Ἐνεργ. καὶ μέσ. κατεργάζομαί τι, εἰδικώτερον δὲ κατεργάζομαι τὸ δέρμα διὰ δεψικῶν οὐσιῶν, βυρσοδεψῶ σύνηθ. Ἀργάζω τὸ πετσὶ-τὸ τομάρι σύνηθ. Ἀργαζόμαστε τὸ τομάρι Ἀθῆν. Ἀργάζου τοὺ τουμάρ’ πολλαχ. Οἱ ταμπά’δις ἀργάζ’ν τὰ τουμάριˬα μὶ τοὺ βιλανίδ’ Αἰτωλ. Ἀργάζ’νι τὰ βουιδουπέτσιˬα αὐτόθ. Μὶ τὰ βιλανίδιˬα ἀργάζουντι τὰ πιτσιˬὰ Εὐρυταν. Τὸ ἀργάστηκε μονομερὶς Κύθηρ. Ἀργάζου τ᾿ν ἤσχνα (κατεργάζομαι τὴν ἤσκα, τὸ ἀγαρικόν, ἤτοι τὸν μύκητα τῶν δένδρων διὰ νὰ καταστῇ εὔφλεκτος καὶ κατάλληλος δι’ ἔναυσμα) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Τὰ μελανεῖα ἐργάζονται τὸ μελάνι (ὅρ. τυπογραφικός, οἱ κύλινδροι τοῦ πιεστηρίου κατεργάζονται τὸ τυπογραφικὸ μέλανι) Ἀθῆν. Τὸ πετσὶ αὐτὸ δὲν ἀργάζεται καλὰ Λεξ. Δημητρ. Πετσὶ-τομάρι ἀργασμένο πολλαχ. || Φρ. μεταφ. Τοῦ ἄργασε τὸ τομάρι (τὸν ἔδειρε ἀνηλεῶς) πολλαχ. Τ᾿ ἄργασα τοὺ κουρμὶ (τὸν ἔδειρα) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θὰ σ’ ἀργάσω τὸ πετσὶ (θὰ σὲ δείρω) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Θὰ σ᾽ ἀργάσου τοὺ τουμάρι σ᾿ ! (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἴμβρ. κ.ἀ. Τὸν ἄργασε ᾿ς τὸ ξύλο (κατὰ τὴν συντακτικὴν συνεκφ. τῆς συνων. φρ. τὸν πέθανε ᾿ς τὸ ξύλο) πολλαχ. Ἀργάσκι ἡ ράχι μ᾽ (κατεπονήθην) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἔχει τὸ πετσί του ἀργασμένο (ἐπὶ τοῦ φιλοπόνου) Ζάκ. Τουμάρ’ ἀργασμένου (ἐπὶ τοῦ σκληραγωγημένου) Ἤπ. Οἱ πατοῦσες του εἶν᾿ ἀργασμένες (ἐπὶ τοῦ σκληραγωγημένου ἢ τοῦ πολλὰ ὑποστάντος καὶ πολλὰ ἐκ τῶν παθημάτων διδαχθέντος) αὐτόθ. || Ποιήμ. Πάω νὰ μ᾿ ἀργάσῃ ὁ πόλεμος καὶ νὰ μὲ ψήσῃ ἡ φλόγα ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 121. Τῆς λίμνης τ᾿ ἀργυρᾶ νερά, τὰ μαϊστράλιˬα, ὁ ἥλιˬος, δυνάμωσαν κ’ ἐψήσανε κιˬ ἀργάσαν τὸ κορμί του ΚΠαλαμ. Τραγούδ. Πατρ. 27. Μετοχ. ἀργασμένος μεταφ. ἐξησκημένος, ἔμπειρος πολλαχ.: Ἄλογο, ἀργασμένο. β) Μέσ. μεταχειρίζομαί τι Κίμωλ.: Τὸ ἀργάζεται τὸ χέρι του (τὸ πάσχον ἢ παθόν) 3) Καθιστῶ τι σκληρόν, σκληρύνω, τραχύνω Κέρκ. Μακεδ. (Σισάν.) κ.ἀ.: Ἀργάζω τὸ χέρι (σκληρύνω τὴν χεῖρα διὰ τῆς συνεχοῦς χρήσεως σκληροῦ ἐργαλείου) Κέρκ. Ἡ δ’λε͜ιὰ ἀργάζ’ τοὺν ἄνθρουπου Σισάν. Καὶ ἀμτβ. σκληρύνομαι, τραχύνομαι Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Σκόπ.: Ἄργασαν τὰ χέρια μου ἀπὸ τὴν ἀξίνα (ἀπὸ τὴν χρῆσιν τῆς ἀξίνης) Ἀρκαδ. Ἀργάσανι τὰ χέριˬα μου ἀπ’ τοὺ σκάψιμου Σκόπ. || Φρ. Ἄργασε ᾽ς τὴ δουλε͜ιὰ ᾿Αρκαδ. 4) ’Ενεργ. καὶ μέσ. καλλιεργῶ, ὀργώνω Ἄνδρ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Κύθηρ. Κύθν. Σάμ. Σκῦρ. Σῦρ. Τῆν. κ.ἀ.: Ἀργάζω τὸ χωράφι Ἄνδρ. Κύθηρ. Κύθν. κ.ἀ. Ἀρgάζ-ζω τοὺ τσήπου (τοὺς κήπους) Μπόβ. Γιˬὰ νὰ βάνωμε φασόλιˬα ἀργάζομε τὸ χωράφι τὴν ἄνοιξι Κύθν. Τώρᾳ πἀ’ νὰ ἐργάσωμε Τῆν. Δὲν εἴσαστ’ ἀρκετοὶ νὰ μ᾿ ἀργαστῆτε τὰ χωράφιˬα Ἄνδρ. Χωράφι ἀργασμένο Λεξ. Δημητρ. Γῆ ἀργασμέ’ Σαμ. Β) Ἀμτβ. 1) Ὑφίσταμαι κατεργασίαν διὰ δεψικῶν οὐσιῶν, βυρσοδεψοῦμαι, ἐπὶ δέρματος Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. Μακεδ. (Καταφύγ.) κ.ἀ.: Φρ. μεταφ. Δὲν ἄργασι τοὺ πιτσί τ᾽ (δὲν εἶναι κατειργασμένον τὸ δέρμα του• ἐπὶ τοῦ ἀπείρου) Καταφύγ. Ἄργασι τοὺ πιτσί μ᾿ (ὑπέστην πολλὰς περιπετείας καὶ ἑπομένως εἶμαι ἐξοικειωμένος πρὸς αὐτὰς) Ἤπ. 2) Ἐνεργ. καὶ μέσ. ὑφίσταμαι τὴν ἀναγκαίαν ἐπίδρασιν τῆς ταριχευτικῆς οὐσίας, τὸ ἐκ τοῦ ἅλατος δάμασμα, παστώνομαι Μακεδ. (Θεσσαλον. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν.) κ.ἀ. Ἡ σαρδέλλα-τὸ τυρὶ θέλει ἀκόμα ν᾿ ἀργάσῃ Θεσσαλον. Ἀργάζουντι οἱ ἰλα͜ιὲς Ἀκαρναν. 3) Μαλακύνομαι διὰ τῆς ἐπιδράσεως τοῦ ὕδατος, ἐπὶ δέρματος Θρᾴκ.: Βάλλω τὸ πετσὶ ν’ ἀργάσῃ. 4) ’Ενεργ. καὶ μέσ. ὑφίσταμαι ζύμωσιν, ἐπὶ τοῦ οἴνου Ἴμβρ. Μακεδ. (Θεσσαλον. κ.ἀ.) Τὸ κρασὶ θέλει ἀκόμα ν᾽ ἀργάσῃ Θεσσαλον. || Φρ. Ἀργάζιτι γιˬὰ τοὺν ἕνα κὶ γιˬὰ τοὺν ἄλλου (βράζει ἔνδοθεν ὁ θυμός του, ἀφρίζει ἐξ ἀγανακτήσεως κατά τινος ἀπόντος καὶ δὴ κατηγορεῖ καὶ ὑβρίζει αὐτὸν) Ἴμβρ. 5) Παθ. ὑφίσταμαι τὴν πύκνωσιν τῆς ὑδαροῦς συστάσεως διὰ τῆς ἐξατμίσεως ὑπὸ τὸν ἥλιον Μύκ. κ.ἀ.: Ἐργάζεται τὸ σταφύλι ᾿ς τὸν ἥλιˬο (σταφιδιάζει καὶ ἀποκτᾷ γεῦσιν γλυκυτέραν) Μύκ. 6) Παθ. ξηραίνομαι, ἐπὶ ἀγροῦ Λεξ. Δημητρ.: Στείρεψαν ὁλότελα τὰ νερὰ κιˬ ἀργάστηκαν ὅλα τὰ χωράφια. Γ) Μεταφ. 1) Κατεργάζομαί τι ἐν νῷ, διανοοῦμαι, σκέπτομαι συνήθως κακόν τι Λεξ. Δημητρ.: Παροιμ. Ἄλλ᾽ ἀργάζει ὁ νοῦς κιˬ ἄλλα φέρνει ἡ πρᾶξι. Ἄλλ᾽ ἀργάζει ὁ βούβαλος κιˬ ἄλλα ὁ βουβαλάρις. 2) Δέρνω, ξυλοκοπῶ πολλαχ.: Τὸν ἄργασε καλὰ Πελοπν. Νὰ τὸν ἀργάσῃ Θρᾴκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/