γδυμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γδυμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γδυμὸς ὁ, Μύκ. Νάξ. (’Απύρανθ.) ἐγδυμὸς Νάξ. (’Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γδύνω.
Σημασιολογία
Γδῦμα 1, ὃ ἰδ. Νάξ. (’Απύρανθ.): Εἴdα γδυμὸ εἶ’ bοὺ τὸν ἔχουν οἱ ᾿υναικες ἐπὰ ’ς τὴν ’Αθήνα! Ὅλα dων εἶν᾽ ἀπουπόξω, ράχες, χέρια. ’Σ τὸ γδυμὸ ποὺ γδύθηκα ἦρθε μία παρέα κ’ ἐdύθηκα πάλι. || Φρ. Γδυμὸ τοῦ γδυμοῦ δὲν ἔχω (ἀργῶ νὰ ἐκδυθῶ, φορῶ πολλὰ ἐνδύματα καὶ κατά την ἀφαίρεσιν αὐτῶν χρονοτριβῶ). 2) Ἡ στέρησις, ἔλλειψις ἐνδυμάτων Μύκ. Νάξ. (’Απύρανθ.): Ἰδὲ γδυμὸ τσαὶ κουρελιˬασμὸ ποὺ τὸν εἴχαμε ᾿ς τὸ bόλεμο! Μύκ. Εἶdα γδυμὸς εἶν᾿ εὐτός, δὲν ἔχει ροῦχο νὰ βάλῃ ἀπάνω τση! ’Απύρανθ. Συνών. γύμνιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA