ἀναγυριστικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγυριστικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναγυριστικὸς ἐπίθ. Κρήτ. (Ρέθυμν. κ. ἀ.)-ΙΚονδυλάκ. Πατούχ. 89 ἀνεγυριστικὸς Α.Κρήτ. ἀναγυριστικά τά, Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀναγυριστής. Ὁ τύπ. ἀνεγυριστικός καί ἐν Στάθῃ πρᾶξ. Γ στ. 353 (ἔκδ. Κσάθα 166).

Σημασιολογία

1) ’Αλληγορικός, παραβολικός, οὐχὶ σαφὴς ἔνθ᾽ ἀν.: Λόγιˬα ἀναγυριστικὰ Ρέθυμν. ᾿Ελεγα καμμιˬὰ ἀναγυριστική μαντινάδα ΙΚονδυλἀκ. ἔνθ’ ἀν.‖ ᾎσμ. Δίμουρα μ’ ἀgαλεˬάζουσου gαί ψεύτικα μ᾿ ἐφίλε͜ιες κιˬ ἀναγυριστικά ᾽σανε τὰ λόγια ποῦ μοῦ ᾿μίλε͜ιες: (δίμουρα=διπρόσωπα) Ρέθυμν. Ἡ σημ. καὶ ἐν Στάθῃ ἔνθ᾽ ἀν. «ἀμμὲ μὰ δὲν ἐγροίκησα τ᾿ ἀνεγυριστικά σου, | μὰ τὴ ρεσπότα, δάσκαλε, σὰν ἔπρεπε ἤδιδά σου». 2) Τὸ οὐδ. τοῦ πληθ. ἀναγυριστικὰ τά, ἡ ἀμοιβὴ διὰ τὸ γύρισμα παλαιῶν ἐνδυμάτων Λεξ. Δημητρ. Συνών. γυριστικὰ (ἰδ. γυριστικός). Πβ. ἀναγυρίζω Β1

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/