γδύνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γδύνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γδύνω ἐγδύω Πόντ. (Σταυρ. Χαλδ.) ἐγδύνω Λεξ. Βάιγ. γδύνω κοιν. γδύνου βόρ. ἰδιῴμ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γδύν-νω Κύπρ. Κῶς (Χώρ.) Σύμ. γδύν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) γdύνω Καππ. (Σίλατ.) γdύν-νω Κύπρ. Κῶς (’Αντιμάχ. Καρδάμ.) γτύν-νω Κύπρ. Κῶς γλύν-νω Κάλυμν. γρύνου Καππ. (Σίλ.) χτύν-νω Κύπρ. Κῶς ἐγδύζω Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) γdύζω Καππ. (᾽Αξ. Φάρασ.) Προπ. (᾽Αρτάκ. Πάνορμ.) γdύζου Καππ. (Μισθ.) γιδύζω Καππ. (’Αραβάν.) γιτύζω Καππ. (Σινασσ.) γδένω πολλαχ. γδένου ἐνιαχ βορ. ἰδιωμ. γδυˬῶ Κεφαλλ. Ἀόρ. γρύστα Καππ. (Σίλ.) Μέσ. Γdύνουμου Καππ. (’Αξ. Φάρασ.) γρύνουμου Καππ. (Σίλ.) γdύζουμαι ᾿Ιων (Κρήν.) Καππ. (Φερτ.) γιdύζουμαι Καππ. (’Αραβάν. Γούρτον.) ἐγδύσκομαι Πόντ. (Κοτύωρ.) ἐγδύσκουμαι Πόντ. (Τραπ.) γδυˬέμαι Πελοπν. (Οἰν.) - Α.Μαρτζώκ., Γούμενος, 8 γδυˬῶμαι Κεφαλλ.

Χρονολόγηση

Βυζαντινό

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γδύνω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐκδύω, παρ’ ὃ καὶ ἐκδύνω. Ὁ τύπ. γδένω ἐσχηματίσθη κατ’ ἀναλογίαν, δι᾽ ὃ ἰδ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 501. Διὰ τὸν σχηματισμὸν τοῦ τύπ. ἐγδύζω ἰδ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 276. Ὁ τύπ. ἐγδύνω καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) ’Εκδύω, ἀφαιρῶ τά ἐνδύματά τινος, γυμνώνω κοιν. καὶ Καππ. (’Αξ. ᾽Αραβάν. Γούρτον. Μισθ. Σίλ. Σίλατ. Σινασσ. Φάρασ. Φερτ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.): Νὰ γδύσῃς τὰ παιδιˬˬὰ νὰ κοιμηθοῦνε. Δὲν εἶναι ντροπὴ νὰ γδυθῇς μπροστὰ ’ς τὸ γιˬατρὸ κοιν. Τοὺ γδύνου τώρα τοὺ π’δί, θὰ τ᾽ ἀλλάξου Στερελλ. (’Αχυρ.) Ἔγδυσον τὸ παιδὶν καὶ βάλεν ἀτο νὰ κοιμᾶται Σταυρ. ’Σ σ’αβοῦτον τὸ κρύον ’κὶ φογᾶσαι κ’ ἐγδύζεις τὸ μωρόν; Κοτύωρ. Αὐτὸς λοιπὸν ἐγδύστητε, τ’ ᾿ὲν εἶε-ν-dίποτι ρυφὰ (ρυφὰ = γεννητικά μόρια) Τῆλ. ᾿Αφοῦ γλύθητσε, τὸμ-μουd-dάρησεμ ’bὸ τ᾿ ἀχαμνὰ (μουd-dάρησεμ = ἅρπαξε, ἁχαμνὰ = οἱ ὄρχεις) Κάλυμν. Ἔγδυσα τοὺ π᾿δὶ νὰ τ’ ἀλλάξου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἔγδυσε τὸ παιδὶ καὶ θὰ ποιdιάσῃ (θὰ ποιdιάσῃ=θὰ κρυολογήσῃ) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Γdύν-νει τὸ παιίγ-γιˬὰ νὰ τὸ λούσῃ Κῶς Ἄν ἔρτ’ ’ς τοῦ σπίτ’ dοὺ βραΰ, νὰ τοῦ γdύσῃς Μισθ. ’Éθ-θὰ τὴν ἠγδύσῃ (δὲν θὰ τὴν γδύσῃ) Σύμ. Γδυˬώσουνε καὶ σοῦ κουβεdιˬάζω Κεφαλλ. Οἱ μάγισσες γδένουνται καὶ καβαλλᾶνε τ᾿ ἀντὶ Πελοπν. (Μανιάκ.) || Παροιμ. Ξένα ροῦχα dύνεσαι, γρήγορα τὰ γδύνεσαι (ἐκ τῶν ξένων πραγμάτων οὐδὲν ὄφελος) Κρήτ. Τὰ μικρά μας τὰ ντυμένα, / τὰ τρανά μας τὰ γδυμένα (ἐπὶ τῶν ἐν τρυφῇ ἀνατρεφομένων νέων, οἵτινες ἀνδρωθέντες περιπίπτουν εἰς πενίαν) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ2, 290, 81. Γνωμ. Ντύσου, γδύσου, συλλογίσου. φάε, πιˬέ, πέσε κοιμήσου (ἡ ζωὴ εἶναι κύκλος ἀλλεπαλλήλων καὶ μονοτόνων ἀπασχολήσεων) Κεφαλλ. || ᾌσμ. Χρουσῆ κανdήλα κρέμ-μεται ’ς τὴμ-μέσην δοῦ σπιθτιˬοῦ σου ταὶ μbλέπει σου ταὶ χτύν-νεσαι ταὶ π-έφτεις μοναή σου Κῶς. Σήμ-μερα d-dὸ πουλ-λάτσιμ-μου ἐγδύστην-νὰ βουτ-ήσῃ. Χριστέ, καὶ κάμε συν-νεφιˬὰν νὰ μὴμ-μελαχρινίσῃ Σύμ. Μεταφ. 1) ’Αφαιρῶ τὸ κάλυμμα ἀντικειμένου τινὸς ἤ τὰ ἀντικείμενα τὰ καλύπτοντα χῶρόν τινα πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. ): ᾽Εγdύσαν τὰ μινdέρτιˬα τσαὶ τὰ στρώματα γιˬὰ νὰ τὰ πλύν-νουσι Κῶς. Δῶσε δῶσε, τὸ ’γδυσες τὸ σπίτι Μύκ. Παντρεύτηκε καὶ τό ’γδυσε τὸ σπίτι της (ἔλαβεν ὡς προῖκα πάντα τὰ πράγματα τῆς πατρικῆς της οἰκίας) ᾽Αθῆν. Πελοπν. (Γαργαλ.) Τό ’γδυσε τὸ σπίτι, βάτος δὲν ἀdένει (ἀdένει = ἐμπλέκεται) Πελοπν. (Κίτ.) Ἤγdυσέμ-μας δ γαμbρός. ὅσα εἴχαμεν τ’ ᾿ὲν εἴχαμε, δώκαμέν dου τα Κῶς. Μὴ γδύνῃς τὰ σεdούκιˬα σου, θαρρεῖς πὼς εἶναι εὔκολο νὰ ξανακάμῃς ροῦχα; Νάξ.(’Απύρανθ.) || Φρ. Γδύνω τὸ τυρὶ (ἀφαιρῶ τὸν τυρὸν ἐκ τοῦ περιβάλλοντος αὐτὸν ἐκ βούρλων καλαθίου) Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Εγδύθην ἡ κεφαλή του (ἔμεινε φαλακρὸς) αὐτόθ. Γδύνω τὸ σπίτι (ἀφαιρῶ τὰ καλύμματα τῶν ἐπίπλων καὶ τοὺς τάπητας ἐν ὄψει θέρους) ’Αθῆν. || Ποιήμ. Γιατί ποῦ νά βρῃ ἡ δύστυχη | περ᾽σσότερη ἡσυχιˬά, γιˬὰ νὰ γδυθῇ τὰ κόκκαλα, | τὰ μέλη τ’ ἀχαμνά; Δ.Σολωμ., 189 Τῆς γῆς τὴ δόξα τὴν ψευδῆ | μὲ τὴν πορφύρα γδυˬέται καὶ μὲ τὸ μαῦρο σάβανο | ἄφθαρτη δόξα ντυˬέται Α.Μαρτζώκ., ἔνθ᾽ ἀν. 2) ’Αποψιλῶ μέρος τι, ἀφαιρῶ τὰ φύλλα τῶν κλάδων, τὸν φλοιὸν τῶν καρπῶν Κῶς Πελοπν. (Πάνιτσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τὸ γδύσανε τὸ βουνὸ οἱ καμιναραῖοι Πάνιτσ. Πάει οὑ λόγγους, γδύθ’κ’ ι’λότιλα Αἰτωλ. Τοὺ χινόπουρου γδένουντι τὰ κλαράκιˬα αὐτόθ. Κάθουνdαι κάτω ’πὸ τὴμ-μυγdαλ-λιˬὰν ταὶ γdύν-νουν τὰ μύγdαλα Κῶς. 3) Μέσ., ἐπὶ τῆς κάμπης τοῦ μεταξοσκώληκος, ἀποβάλλω τὴν ἐπιδερμίδα Ἄνδρ.: Ὕστερα ἀπὸ ἑφτὰ μέρες γδύνεται τὸ μαμούνι. β) Ἐπὶ ὀρνίθων, ἀποβάλλω τὸ πτέρωμα Σίφν.: Ἅμα εἶναι λοχοῦ γδύνεται ἡ ὄρνιθα. Καὶ νὰ μὴ κλωσσήσῃ, θὰ γδυθῇ. 4) ’Αφαιρῶ, κλέπτω, λεηλατῶ, λῃστεύω κοιν. καὶ Καππ. (’Αραβάν. Γούρτον.) Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ.): Μπῆκαν κλέφτες τὴ νύχτα κ᾽ ἔγδυσαν τὸ μαγαζὶ - τὸ σπίτι - τὴν ἐκκλησία - τὸ ταμεῖο. Τὸν ἔγδυσαν τὴ νύχτα ᾿ς τὸ δρόμο καὶ δὲν τοῦ ἄφησαν φράγκο κοιν. Παίζανε ’ς τὰ χαρτιˬὰ καὶ τὸν ’γδύσανε πολλαχ. Θὰ σὶ πγιˬάσ’ν οἱ κλέφτις κί θὰ σὶ γδύσ’ι Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿Εβκέησαν ’ς τὴν στράταν του κ’ ἔγdυσάν τον. ὅ,τι εἶεμ πάνω του ἐπῆραν του οὕλα Κύπρ. Γίδ’σαν το κλέφτες (τὸν ἐλῄστευσαν οἱ κλέπται) ’Αραβάν. Οἱ κλέφτοι ἔγδυσαν ἀτουνας (οἱ κλέπται τοὺς ἐλῄστευσαν) Τραπ. Μὴν ἀφίνῃς ἀνοιχτὰ νὰ bοῦσι νὰ μᾶσε γδύσουσι Νάξ. (’Απύρανθ.) Ἔγδυσά dο, δὲ dοῦ ’φήκανε μόνο ’ς τὸ σταμνὶ νερὸ Κρὴτ. ’Επιτρόποι νὰ σοῦ πετύχῃ! Τὴ γδύσανε τὴν ἐκκλησιˬὰ Πελοπν. (Πάνιτσ.) Αὐτὸς γδένει καὶ τὶς ἐκκλησιˬὲς Πελοπν. (Τριφυλ.) Εἰς τῆς Πάτρας τὸ σύνορο εἶχαν γδυμένους κάτι πραματευτᾶδες Θ. Κολοκοτρ., Διήγ. συμβάντ. 2, 57. || Φρ. Τὸν ἔγδυσαν (τὸν ἐλῄστευσαν) σύνηθ. || Ἄσμ. Ὁ Δῆμος γδένει σπίτια, κλέφτες, πρόβατα, βαρεῖ καὶ τὸν τσοπάνη πέντε μαχαιριˬὲς Πελοπν. (’Αρκαδ.) ᾽Εγδύσανε τὰ Δολιˬανά, τὰ κάνανε βιράνι, πῆραν ἄσπρα, πῆραν φλουριˬά, πῆραν μαργαριτάριˬα (βιράνι = ἐρείπιον ) Πελοπν. Μὴ bάῃς κουρσάρος καὶ ζορbᾶς | νὰ γδύνῃς τὴ φτωχολογιˬὰ (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) 5) Αἰσχροκερδῶ, πωλῶ τι εἰς ὑπερβολικὴν τιμὴν κοιν.: Μὴν πᾶς ’ς αὐτὸ τὸ μαγαζί, θὰ σὲ γδύσῃ. Πήγαμε καὶ φάγαμε σὲ μιὰ ταβέρνα καὶ μᾶς ἔγδυσαν κοιν. Ἔχει μαγαζὶ καὶ γδένει τὸν κόσμο Πελοπν. (Τριφυλ.) Πβ. γδέρνω 3. β) Λαμβάνω παρά τινος μεῖζον χρηματικὸν ποσὸν τοῦ ὑπ’ αὐτοῦ θεωρουμένου ὡς πρέποντος νὰ πληρώσῃ σύνηθ.: Μήπως κερδίζομε τίποτα; μᾶς γδύνει ἡ εφορία. Μὲ τοὺς φόρους μᾶς ἔγδυσαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/