βόρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βόρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βόρος ὁ, Καππ. (Ἀνακ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βορίζω.

Σημασιολογία

Τὸ λίχνισμα τῶν δημητριακῶν καρπῶν. Συνών. βόρισμα 5.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/