βοσκαρᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοσκαρᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βοσκαρᾶς ὁ, Κρήτ. Θηλ. βοσκαροῦ Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βοσκὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -αρᾶς κατὰ τύπ. μεγεθυντικόν.
Σημασιολογία
1) Ποιμὴν ἀτημέλητος καὶ ἄγριος τὴν ὄψιν Κρήτ. 2) Θηλ., γυνὴ βόσκουσα ζῷα Κύπρ: ᾎσμ. Ἂν πάς ποτεῖ αιρέτα μου τὴν βοσκαροῦν τὴν κόρην, αιρέτα μου τὸν πλάτανον, αιρέτα μου τὴν βρύσιν. Συνών. βοσκαρίδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA