βοσκαριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοσκαριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βοσκαριˬὰ ἡ, Κρήτ. Πελοπν. κ.ἀ.-Λεξ. Βλαστ. 286 βοσκαρὰ Α.Κρήτ. βοσκαρέα Κάρπ. ’οσκαρέα Κάρπ. (Ἔλυμπ.) βοσκαρὲ Ἀντικύθ. Δ.Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βοσκάρις καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬά. Τὸ βοσκαρέα κατ’ ἀναλογικὴν ἐπίδρασιν τῶν εἰς -έα οὐσ.
Σημασιολογία
1)Τὸ πρὸς νομὴν χόρτον Ἀντικύθ. Κρήτ.-Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. αἶρα 3, βοσκὴ Α 2, σανός. β) Ἡ ἐποχὴ καθ’ ἣν εἶναι ἄφθονος ἡ χορτονομὴ Πελοπν. 2) Τόπος ἔχων χόρτον πρὸς βοσκὴν Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Κρήτ.: ᾌσμ. Ποτέ μου νὰ μὴ bαdρευτῶ, ἐσένα δὲ σὲ παίρνω, γιˬατὶ δὲν ἔχω βοσκαρὰ νὰ πά’ σὲ μεταδένω Κρήτ. Ποῦ ’χε καὶ Κωσταντῆν βοσκὸ καὶ Κώσταν τυροκόμο κ’ εἶχε τὴν βοσκαρέα του ἄνω ’ς τὴν Ὑπερῴα Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA