ἀργάλε͜ιος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργάλε͜ιος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀργάλε͜ιος ἐπίθ. ἐργάλε͜ιους Ἤπ. ἀργάλε͜ιους Ἤπ.

Ετυμολογία

᾽Εκ τοῦ οὐσ. ἀργαλε͜ιό.

Σημασιολογία

1) Ὁ σύγχυσιν καὶ ταραχὴν προξενῶν, διαβολεύς, ρᾳδιοῦργος (διὰ τὴν σημ. πβ. τὰς μεταφ. φρ. τῆς λ. ἀργαλε͜ιὸ 1). 2) Ζωηρός, ἄτακτος, συνήθως ἐπὶ παιδός.: Τί ἀργάλε͜ιους ποῦ εἶνι! 3) Εὐφυής.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/