γεβέντα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεβέντα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γεβέντα ἡ, Σίφν. γεβέdα Ἄνδρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γεβεντίζω ὐποχωρητικῶς.
Σημασιολογία
Ἡ διαπομπευθεπεῖσα γυνή, ἡ πόρνη ἔνθ’ ἀν: Μωρὴ γεβέντα, ἔχεις μούρη καὶ μιλεῖς; Σίφν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA