ἀργαλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργαλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀργαλεύω Κρήτ. (Σφακ.) -Λεξ. Δημητρ. ἀργαλεύου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀργαλε͜ιό.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Κινῶ Λεξ. Δημητρ.: Ὅλο κιˬ ἀργαλεύεις τὰ ποδάριˬα σου. 2) Ἀναδιφῶ τι πρὸς ἀνεύρεσίν τινος Λεξ. Δημητρ.: Τί ἀργαλεύεις κάθε μέρα τὰ μπαοῦλα; Συνών. ἀνακατεύω Α3β, ψάχνω. 3) Μαγειρεύω Κρήτ. (Σφακ.): Πάω ν᾽ ἀργαλέψω. Β) Μεταφ. 1) ’Εμβάλλω εἰς σύγχυσιν καὶ ἀταξίαν, ρᾳδιουργῶ Στερελλ. (Αἰτωλ.) -Λεξ. Δημητρ.: Οὕλ’ αὐτὸς οὑ διˬαουλάνθρουπους τ’ ἀργαλεύ᾽ Αἰτωλ. Δουλε͜ιὰ τό ’χει ν᾿ ἀργαλεύῃ τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλο Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀνακατεύω Β3, ἀνακατώνω Β5. 2) Ἐρεθίζω, ἐξεγείρω Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τ’ἀργάλιβι τοὺ πιδὶ κι᾿ γιˬ’ αὐτὸ τὰ εἶχι μὶ τ᾿ς γουνέους τ᾽ (ἐμάλωνε μὲ τοὺς γονεῖς του). Συνών. ἀγγρίζω, ἀναγγρίζω Α1, ξαγγρίζω, ξαναγγρίζω, παραγγρίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA