βοσκαρίδιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοσκαρίδιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βοσκαρίδιν τό, Κύπρ. βοσκαρίδι Κάρπ. Πάρ. βοσκαρίιν Κύπρ. βοσκαρὶν Κύπρ. βοσκαρίι Κάρπ. Κῶς ’οσκαρίι Κάρπ. ’οσκαρὶ Κάρπ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. βοσκαρίδιν. Ἰδ. Μαχαιρ. 1,62 (ἔκδ. RDawkins).
Σημασιολογία
Βοσκάκι, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA