γεβεντιστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεβεντιστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεβεντιστὴς ὁ, ἀμάρτ. γεβεd’στὴς Λευκ. ’βιdιχτὴς Ἴμβρ. Θηλ. γεβεdίστρα Λευκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γεβεντίζω. παρ᾿ ὃ καὶ ’βιdῶ. ᾿Εν Gloss. Latin-grec τύπ. κιβεντιστής.

Σημασιολογία

1) Ὁ δημόσιος κῆρυξ Ἴμβρ. Συνών. διˬαλαλητής, κήρυκας, τελάλης. 2) Ὁ συκοφάντης Λευκ.: Μὴ dὰ πιστεύετε, εἶναι γεβεd’στής. Γεβεdίστρα εὐτεί’ π’ τά ᾽πε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/