βοσκαρούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοσκαρούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βοσκαρούδι τό, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Μύκ. Νάξ. κ.ἀ.-ΚΠασαγιάνν. Μοσκιὲς 69 ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. Χρόν. 8-Λεξ. Βλαστ. 285 βοσκαρούδιν Κύπρ. βοσκαρούιν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βοσκάρις διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούδι.

Σημασιολογία

1) Βοσκάκι, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Πήγαιναν τὰ βοσκαρούδιˬα νὰ ποτίσουν τὰ ζωντανὰ ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. β) Οὐδ. ἐπιθετικ., ποιμενικὸν Νάξ.: Κωπέλλιˬα βοσκαρούδιˬα (ποιμενόπαιδες). 2) Μεταφ. ἀλητόπαιδον διημερεῦον ἔξω τῆς οἰκίας Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/