ἀναδακρύζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδακρύζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναδακρύζω ᾽Αθῆν. Αἴγιν. Καρπ. Ρόδ -ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,128 ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 119 -Λέξ. Δεέκ Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. δακρύζω.
Σημασιολογία
Δακρύω ἔνθ᾽ ἀν. : Ὁ ξένος ἀναστέναξε βαθεˬά, κἄτι εἶπε κιˬ ἀναδάκρυσε ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. ‖ Παροιμ. ’Αφοῦ ’ποκλάψαν οἱ γρα͜ιές, ἀναδάκρυσε κ’ ἡ χήρα (ἐπὶ τῶν παρακαίρως πραττόντων τι) Κἀρπ. ‖ ᾎσμ. Γῆς καὶ περιθαλάσσια κλαίω κιˬ ἀναδακρύζω ᾿Αθῆν. Σύρνει ἡ κόρη τὸ νερὸ καὶ μάτιˬα δὲν κοιτάζει, ᾿ς τοίς τριαντατέσσερες σικλεὲς κινᾷ κιˬ ἀναδακρύζει Ρόδ. Σήκωσε ἡ γρα͜ιὰ τὴ ρόκκα, | χαμωγέλασε τ᾽ ἀγώρι, ἀναδάκρυσεν ἡ κόρη Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀναδακρυˬώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA