γεζίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεζίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεζίτης ὁ, Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. yezit = ἀναιδής.
Σημασιολογία
Ὁ ἀναιδής, ἀσεβής, ἔνθ’ ἀν.: Νὰ χαθῇς, γεζίτη, από bροστά μου Κρήτ. || ᾎσμ. Κιˬ ὁ Τουρνατζῆς ξαναρωτᾷ, πο͜ιός εἶσαι, bρὲ γεζίτη; ᾿Εγώ ’μαι ὁ Μεμὲd ἀγᾶς, ὁ ξακουστὸς τσῆ Κρήτης αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA