βόσκηθρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βόσκηθρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βόσκηθρο τό, Χίος-Λεξ. Βλαστ. 286.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βόσκω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -θρο προεκταθείσης εἰς -ηθρο διὰ τὸ βοσκή.

Σημασιολογία

Ἡ ἀμοιβὴ τοῦ βοσκοῦ ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Ὁ λύκος ἔβοσκε τ’ ἀρνὶ κ’ ἔφαν το γιˬὰ βόσκηθρο. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βοσκιˬάτικο. Πβ. βόσκιστρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/