ἀνάδε͜ια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάδε͜ια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνάδε͜ια ἡ, Νάξ. (Βόθρ)- Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνά καὶ τοῦ οὐσ ἄδεια.
Σημασιολογία
1) Εὐκαιρία ἔνθ’ ἀν.: Τὴν ἀνάδε͜ια σὄχω νὰ κάθωμαι νὰ σοῦ κουβεdιˬάζω; (σὄχω⁼ σοῦ ἔχω) Βόθρ. Θαρεῖς πῶς ἔχω τὴν ἀνάδε͜ια σου; αὐτοθ. Συνών. ἄδεια 3, ἀδε͜ιανάδα 1, ἄδε͜ιασι 1, ἀδε͜ιασιˬὰ 1, ἀδε͜ιοσύνη, ἀδε͜ιότη. 2) Ἔλλειψις ἐργασίας, ἀνεργία Λεξ. Δημητρ. Ἔχουμε ἀνάδε͜ιες. Συνων κεσάτι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA