γείσωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γείσωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γείσωμα τό, λόγ. σύνηθ. ’είσωμα Νάξ. (᾽Απύρανθ. Δαμαρ. ’Εγκαρ. Καλόξ. Κωμιακ. Σαγκρ. Τρίποδ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γείσωμα.
Σημασιολογία
1) Γεῖσον 1, ὃ ἰδ. λόγ. σύνηθ. 2) Σανὶς στερεῶς προσηρμοσμένη ἐπὶ τοῦ τοίχου ἢ εἰς ἐρμάριον καὶ προεξέχουσα Λεξ. Δημητρ. Συνών ράφι. 3) Ἕκαστος τῆς σειρᾶς τῶν λίθων, τῶν τιθεμένων ἐπὶ τοῦ κρασπέδου τοῦ δώματος τῆς οἰκίας, ἵνα συγκρατῆται τὸ χῶμα Νάξ. (’Απύρανθ. Δαμαρ. ᾿Εγκαρ. Καλόξ. Κωμιακ. Σαγκρ. Τρίποδ.): Φέρε μου μία πέτρα νὰ τὴ βάλω ’είσωμα Σαγκρ. Ἡπέσανε τὰ ’εισώματα τοῦ σπιθιˬοῦ μου Δαμαρ. ᾿Απὸ τοῦ δωμάτου μου τὰ ’εισώματα ἤπεσένε κάτω Καλόξ. ᾿Εσάρταρα κ’ ἤπηρα καὶ τὸ ᾽είσωμα μαζὶ ’Απύρανθ. ’Εξεκολλήσα dὰ ’εισώματά μας καὶ πρέπει νὰ τὰ σάσωμε αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA