γεισωματιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεισωματιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεισωματιˬάζω ἀμάρτ. ’εισωμαθιˬάζω Νάξ. (’Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γείσωμα.

Σημασιολογία

Τοποθετῶ εἰς τὴν οἰκίαν τὸ γείσωμα διὰ τὴν κατασκευὴν τοῦ δώματος: Πότ’, ἂ’ θέλῃ ὁ Θεός, θὰ ’εισωμαθιˬάζετε; Εἶναι ᾿εισωμαθιˬασμένο τὸ σπίτι ἤ ἀκόμα;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/