ἀργαούουντάι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργαούουντάι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀργαούουντά ι Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀργά.
Σημασιολογία
᾽Απροσ. γίνεται ἑσπέρα, βραδυˬάζει: Ἅμα ἔκη ἀρχινίζουντα ν᾿ ἀργαούτσῃ (ἄμα ἤρχιζε νὰ βραδυάζῃ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA