ἄργασι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄργασι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἄργασι ἡ, Ἄνδρ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κάρπ. Κύθν. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. ἄργασ’ Μακεδ. (Καστορ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν. ᾽Αρτοτ.) κ.ἀ. ἔργασι Σῦρ. Τῆν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀργάζω.

Σημασιολογία

1) Ἡ βράσις τῶν βαλανιδίων τῶν ὁποίων τὸ ὕδωρ χρησιμοποιεῖται εἰς πλύσιν συνήθως τῶν πίθων Πελοπν. (Λάκων.) 2) Ἡ κατεργασία τοῦ δέρματος, βυρσοδεψία Ἤπ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κάρπ. Πελοπν. (Λακων.) Στερελλ. (Ἀκαρναν. Ἀρτοτ.) κ.ἀ.: Θέλει ἄργασι τὸ πετσὶ Σηλυβρ. 3) Ἡ βυρσοδεψικὴ ὕλη εἰς τὴν ὁποίαν ἑμβάλλονται τὰ δέρματα πρὸς κατεργασίαν Μακεδ. (Καστορ.) Στερελλ. (᾿Ακαρναν.) κ.ἀ. 4) Ἡ κατὰ τὸ ἔαρ καλλιέργεια τῆς γῆς Ἄνδρ. Κύθν. Σῦρ. Τῆν. Πβ. ἀργασία, ἄργασμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/