ἀναδεμὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδεμὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσαιστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναδεμὴ ἡ, Ἤπ. -Λεξ. Δημητρ. ἀναδιμὴ Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀναδ’μὴ Ἤπ. (Χουλιαρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναδεύω.
Σημασιολογία
1)᾿Ανάδεμα (ΙΙ) 1, ὃ ἰδ., ᾿΄Ηπ. (Χουλιαρ.) β) Μεταφ. διατάραξις τῆς τάξεως Λεξ. Δημητρ.: Τέτο͜ια ἀναδεμὴ ᾿ς τὸ χωριˬὸ δὲν εἶχε ξαναγίνει. 2) Τὸ ἀναδευθέν, τὸ ζυμωθὲν ἄλευρον Ἤπ. Συνών. ἀνάδεμα (ΙΙ) 2. β) Ἡ διὰ τὴν ζύμωσιν τοῦ φυράματος χρησιμοποιουμένη ζύμη Ἤπ. (Ζαγόρ.): Φέρ᾿ τ’ν ἀναδιμή ἰδῶ ν᾽ ἀναπιάκου τοὺ προυζύμ’. Συνών. μαγιˬά, προζύμι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA