γειτόνιˬο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γειτόνιˬο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γειτόνιˬο τό, Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Ἀρκαδιούπ. Σαρεκκλ.) Σύμ.-Π.Παπαχριστοδ., Θρᾳκ. ἠθογραφ. 1, 34 καὶ 4, 13, 85, Χαμέν. κόσμ., 47.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γειτονεύω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀγανάχτιˬο, κολάκιˬο, λεροφόριˬο, κλπ. ἐκ τῶν ρ. ἀγαναχτῶ, κολακεύω, λεροφορῶ, περὶ ὧν ἰδ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 66 κἑξ.
Σημασιολογία
Ἡ ἐπίσκεψις ἔνθ’ ἀν.: Πήγαμε ’ς τὸ γειτόνιˬο Σαρεκκλ. Γούλη μέρα ’ς τὰ γειτόνιˬα γυρίζει αὐτόθ. Τὰ γειτόνιˬα ’ὲν εἶναι gαλὰ πράματα καὶ νὰ τὰ λεβαρίσῃς (λεβαρίσῃς =σταματήσῃς) Σύμ. Τὰ Χριστούγεννα ὅλοι πῆγαν ’ς τὴν ἐκκλησία, ὅλοι ἔκαμαν τὸ γειτόνιˬο τους Π.Παπαχριστοδ., Χαμέν. κόσμ., ἔνθ’ ἀν. Σὰν κάποτε περνοῦσε ἀπὸ τὸ μαχαλᾶ, γιατὶ σπάνιο ἦταν τὸ γειτόνιˬο της Π.Παπαχριστοδ., Θρᾳκ ἠθογραφ., 1, 34. Συνών. γειτόνεμα 3, γειτονιˬά 5.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA