γειτονοκόριτσο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γειτονοκόριτσο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γειτονοκόριτσο τό, Ἀθῆν. ’τουνουκόρ’τσου Θεσσ. (Τρίκκ.) ’τουνόκουρ’τσου Θρᾴκ. (Αἶν. Ξάνθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γείτονας καὶ κορίτσι.
Σημασιολογία
Ἡ κόρη, τὸ κορίτσι τῆς γειτονιˬᾶς ἔνθ’ ἀν.: Ἦρθαν τὰ γειτονοκόριτσα καὶ τῆς κράτησαν συντροφιˬὰ Ἀθῆν. Πλιˬένουμι τὰ πρ’κιˬὰ τ’ς, φωνάζουμι τὰ ’τουνουκόρ’τσα Τρίκκ. Ἀρχόται κὶ τὰ ’τουνόκουρ’τσα κὶ κάναι χουρὸ Αἶν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA