γειτονοπούλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γειτονοπούλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γειτονοπούλα ἡ, κοιν. γειτονοπούλ-λα Κάρπ. Κῶς γειτονοπούλ-λdα Κῶς Λέρ. Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. γειτονοπούλτα Ἀστυπ. ’τουνουιˬπούλα Μακεδ. (Χαλκιδ.) ’ειτονοπούλα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’ειτονοπού’α Νάξ. (Βόθρ. Φιλότ.) Οὐδ. γειτονοπούλιν Πόντ. (Κερασ. Τρίπ.) γειτονοπούλ’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) γειτονόπουλο κοιν. ’τονόπ’λο Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) γειτονόπουλ-λdο Κῶς Λέρ. Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. γειτονόπουλτο Ἀστυπ. ’ειτονόπουλο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’ειτονόπου’ο Νάξ. (Βόθρ. Φιλότ.) Ἀρσεν. πληθ. ’ειτονόπουλοι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γείτονας καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -πούλα, δι’ ἣν ἰδ. -πουλος. Οἱ τύπ. γειτονοπούλα, γειτονόπουλο καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Θηλ., μικρὰ κόρη τοῦ γείτονος κοιν.: Παντρεύτηκε ἡ γειτονοπούλα κοιν. Ὅτι νά ’χωμε μουσαφίρηδοι, bαίνουν οἱ ’ειτονοποῦλες καὶ μᾶσε βοηθοῦνε Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Οἱ γειτονοποῦλτες λέμ-μου πὼς ἠδντζάλεξα τσ’ ἐπῆρα χαμάλη Ἀστυπ. Ἦταν μιˬὰ φτωχὴ γειτονοπούλα Γ.Ξενόπ., Τρίμορφ. γυν.2, 44 || ᾌσμ. Τὸ λειˬμονάκι τ’ ἄγουρο τρίβε το νὰ μυρίζῃ καὶ τὴ γειτονοπούλα σου φίλει την κιˬ ἂς σὲ βρίζῃ Στερελλ. (Παρνασσ.) Μπερδεύτηκε μιˬὰ λειˬμονιˬὰ μὲ μιˬὰ νεραντζοπούλα, ἔτσι μπερδεύτηκα κ’ ἐγὼ μὲ μιˬὰ γειτονοπούλα Πελοπν. (Βούρβουρ.) Μάννα δὲν ἔχου νὰ μὶ κλαίῃ, ’διρφὴ νὰ μὶ λυπᾶτι, μοὺν’ ἔχου τρεῖς γειτόνισσις κὶ τρεῖς ’τουνουιˬποῦις Μακεδ. (Χαλκιδ.)-Ποίημ. Γειτονοπούλα λεμονιˬά, | ποὺ ἔχει καμάρι ἡ γειτονιˬά, ποὺ σπέρνει χιˬόνιˬα ’ς τὶς ποδιˬὲς | καὶ ’ς τὰ Ἐπιτάφιˬα μυρωδιˬές Τ.Ἄγρας, ἐν Ἀνθολ. Η.Ἀποστολίδ., 9. 2) Οὐδ., νεαρὸς υἱὸς τοῦ γείτονος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ.): Φωνάζουν-παίζουν τὰ γειτονόπουλα κοιν. Ὁλημερὶς κιˬ ὁλονυχτὶς εἶ’ dὰ ’ειτονόπουλα μέσ’ ’ς τὸ σπίτι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μιˬὰ μέρα τὸ γειτονόπουλό της ἀποφάσισε νὰ πάῃ νὰ μαζέψῃ σαλίγκιˬα (σαλίγκιˬα=σαλιγκάρια) Πελοπν. (Λάστ.) Πῆρε δυˬὸ τρία γειτονόπουλα γιˬὰ βοηθοὺς Γ.Ξενόπ., Πρωτοξύπν., 29 || ᾌσμ. Λαφαdαρgά, τὸ χτένισ-σου σιά, τὸ πέταλόσ-σου, κ’ ἐτρέλ-λdανες κι ἀλώλ-λdανες τὸ γειτονόπουλ-λdόσ-σου (σιὰ=σιγά) Ρόδ. Ἂν δὲ μὲ θέλῃς νὰ περνῶ ἀπὸ τὴ γειτονιˬά σου, βάλε νὰ μὲ σκοτώσουνε τὰ γειτονόπουλά σου Θήρ. (Οἴα). Συνών. γειτονόπαιδο. 3) Ἀρσεν. πληθ., τὰ νεαρὰ τέκνα τοῦ γείτονος Νάξ. (Ἀπύρανθ.): ’Εbῆκαν οἱ ’ειτονόπουλοι μέσα κ’ ἐπιˬάσανε μὲ τσὶ ’ειτονοποῦλες τὸ χορὸ κ’ ἐργήσαμε νὰ κοιμηθοῦμε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/