γειτονόσπιτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γειτονόσπιτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γειτονόσπιτο τό, Κρήτ. ’τουνόσπ’του Θρᾴκ. (Αἶν.) ’τουνόσπ’του Ἴμβρ. ’ειτονόσπιτο Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γείτονας καὶ σπίτι.
Σημασιολογία
Ἡ οἰκία τοῦ γείτονος, ἡ γειτονικὴ οἰκία ἔνθ’ ἀν.: Τὰ ροῦχα κὶ τ’ ἄλουγου νὰ τὰ κρύψ’ ’ς ἕνα ’τουνόσπ’του Αἶν. Σὲ κἀνένα ’ειτονόσπιτο θά ’ναι Ἀπύρανθ. ᾽Εκεῖ χάμαι ’ειτονόσπιτά ’ν’ dὰ σπίθια μας (’ν’ dὰ=εἶναι τὰ) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA