ἀναδέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναδέρνω, ἀνεδέρνω Ἰων. (Κάτω Παναγ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀναδέρω₌ἐκδέρω, ἀπογυμνώνω.
Σημασιολογία
Αὐξάνω τὸ προζύμι διὰ τῆς προσθήκης ἀλεύρου, ὅταν πρόκειται νὰ ζυμώσω. Συνών. ἀναδίνω, ἀνακινῶ, ἀναπιˬάνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA