ἀναδερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀναδερὸς ἐπίθ. Κρήτ. Πελοπν.(Μάν. Οἰν.) ἀναδερὴ ἡ, Πελοπν. (Λακων. Μεσσ.) ἀναρή Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναδίνω. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,135. Ὁ τύπ. ἀναρὴ ἐκ τοῦ ἀναδερὴ διὰ τοῦ μεταβατικοῦ ἀναερή. Πβ. ΧΠαντελίδ. Φωνητ. 4.
Σημασιολογία
Α) ’Επιθετικ. 1) Ὑγρός, ἐπὶ τόπου Κρήτ.: ᾿Επὰ 'ν’ ὁ τόπος ἀναδερός. ‖ ᾎσμ. Εἰς τῶν σπιθιˬῶ τσ᾿ ἀναδεροὺς τσοὶ πάτους τὰ πετοῦσα. 2) Ὑδαρὴς Πελοπν. (Μάν. Οἰν.): Ζυμάρι ἀναδερὁ Μάν.‖ Αἴνιγμ. Χωρὶς ἀλεύρι καὶ νερὸ | τό ζυμάρι ἀναδερὸ (τὸ μέλι) Οἰν. Β) Τὸ θηλ. οὐσ. 1) Νωπὴ ἀνάλατη μυζήθρα Κύπρ.: Φέρ᾿ μου ’λ-λίην ἀναρὴν νἀ φάω. ᾿Ελ-λιˬώθηκα τῆς ἀναρῆς. Συνών. *ἀμυλόχλωρη. 2) Ἡ μυζήθρα ἐν γένει Πελοπν. (Λακων. Μεσσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA