ἀναδεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναδεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναδεύω σύνηθ. ἀναδεύου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πελοπν. (Μάν.) ἀναδεύγω Κρήτ. Κῶς ἀναδέγγου Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀναδεύω.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) ᾿Ανακυκῶ, ἀναταράττω, ἐπὶ μάζης ὑγρᾶς ἢ ἡμιρρεύστου σύνηθ. καὶ 'Γσακων.: Ἀναδεύω τὴ μουσταλευριˬά –τὸ φαγεῖ κττ. σύνηθ.‖ Παροιμ. Ὅσο τ’ ἀναδεύεις τά σκατά, τόσο βρομοῦν (ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀνακινῇ τις ρυπαρὰς ὑποθέσεις) ᾿΄Ηπ. Πελοπν(Δημητσάν.) Συνών. ἀνακατεὐω, ἀνακατώνω, ἀναμίγω. β)᾿Αναζυμώνω τι, συνήθως τὸ προζύμι πολλαχ.: Ἀναδεύω τό προζύμι ᾿΄Ηπ. ᾿Αναδεύω τό ζ ᾽μάρ᾿ Προπ.(᾿Αρτάκ.) Συνών. ἀναδίνω Α5, ἀναδορώνω 1, ἀνακινῶ, ἀναμίγω, ἀναπήζω, ἀναπιˬάνω. γ) Κάμνω φύραμα ΝΠολιτ Παροιμ. 2,193: Παροιμ. Γιˬὰ τὸ ζαγάρι ἀναδεύουσι τά πίτουρα (ἐπὶ οὐτιδανοῦ προσδοκῶντος νὰ μετάσχῃ τιμῶν προωρισμένων δι᾽ἄλλους). δ) Συνδαυλίζω, ἐπὶ πυρὸς Πελοπν(Δημητσάν. Οἰν.): Μὴν ἀναδεύῃς τὴ φωτιˬά, ἄσ’ την νὰ πιˬάσῃ Δημητσάν. Συνών. ἀναγκάζω Α 6, ἀνακαρώνω (ΙΙ), ἀνακατεύω, συνταυλίζω. 2)Κινῶ, ἀνακινῶ Βιθυν. ᾿΄Ηπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.) Κέρκ. Λευκ. Παξ. Πελοπν. (Ἦλ. Μαζαίικ. Μάν. Σουδεν Σπάρτ.) Προπ (’Αρτάκ. Πάνορμ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) -ΔΒουτυρ. Τριανταδύο διηγ. 32 -Λεξ. Δημητρ.: Ἀναδεύει τ᾽ ἀγκίστριˬα Παξ. Τι’ἀναδεύεις τὴ γλῶσσα σου; Μαν. Τι’ ἀναδεύεσαι σὰν τὸ σκουλῆκι; αὐτόθ. Τὰ σκουλήκιˬα τοῦ τυριˬοῦ τά λέμε πηδούλλιˬα, ἐπειδὴ ἀναδεύονται Σουδεν. Ἀναδεύεται τὸ παιδὶ ᾿ς τὴν κοιλιˬὰ τῆς μάννας Σπάρτ. ᾿Αναδεὐ’ τ᾿ν οὐρά τ᾿ σὰν φι’δ’ Αἰτωλ. Κοίταξε ψηλὰ κ’ εἶδε ἀστέρια πλῆθος νὰ λάμπουν, ν᾿ ἀναδεύωνται ΔΒουτυρ. ἔνθ’ ἀν. Τ᾿ ἀρέσει ν᾿ ἀναδεύῃ τὲς ντροπὲς τῆς γειτονιˬᾶς Λεξ. Δημητρ. Καὶ ἀμτβ. κινοῦμαι ᾿΄Ηπ.: Φρ. ᾿Αναδεύει ἀκόμα! (ἐπὶ μελλοθανάτου, ὅστις δεικνύει ἀκόμη σημεῖα ζωῆς). Συνών. ἀναμίγω, σαλεύω. 3) Ἐπαναφέρω, παρουσιάζω τι ἐκ νέου Πελοπν. (Λάστ.): Τὸ χέλυ ἐννεˬά ἀστένε͜ιες ἀναδεύει καὶ ἐννεˬὰ θεραπεύει (κατὰ λαϊκὴν ἀντίληψιν ἡ ἔγχελυς ὡς τροφὴ ἐπαναφέρει ἀσθένειαν, ἐκ τῆς ὁποίας ἐπασχέ τις ἄλλοτε). Β)Μεταφ Ι) Ἐμβάλλω εἰς ταραχήν, διαταράττω τὴν ἡσυχίαν, κάμνω ἄνω κάτω ᾿΄Ηπ. Θεσς. Κρήτ. Λευκ. Μέγαρ. Πελοπν.(Μεγαλόπ.) Σκῦρ : Τί μᾶς ἀναδεύεις; ᾿΄Ηπ. Ἔρθε ἡ ἀναποδιˬασμένη καὶ μᾶς ἀνάδεψε οὕλοι Σκῦρ. Οἱ ἂνθρουπ’ ἀναδεύουdαν μέσα ’ς τοῦ χουριˬὸ Θεσσ. Οἱ δεῖνα ἀναδεύοdαι Κρήτ. Συνών. ἀνακατεύω, ἀνακατώνω. 2) Μεσ. ἀναμειγνύομαι εἰς ξένας ὑποθέσεις ᾿΄Ηπ. Πελοπν (Μάν. Μεσσ.): Τι’ ἀναδεύεσαι σὺ ’ς τοὶς δουλε͜ιές μας; ᾿΄Ηπ. ’Σ οὗλα ἀναδεύεται Μάν. Μεσσ. Συνών. ἀνακατεύομαι (ἰδ. ἀνακατεύω), ἀνακατώνομαι (ἰδ. ἀνακατώνω), ἀναμίγομαι (ἰδ. ἀναμίγω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/