ἀναδέχομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναδέχομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναδέχομαι Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κ. ἀ. ἀναδέχουμι Θρᾴκ. (Αἶν.) κ. ἀ. ἀναδέχουμ’ Σαμοθρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀναδέχομαι₌λαμβάνω, ἀναλαμβάνω, δέχομαι, περιμένω, ἐγγυῶμαι.

Σημασιολογία

Δέχομαί τινα ἐπισκεπτόμενόν με ἢ ἐξ ἀποδημίας ἐπανερχομενον: Τὸν ἀναδεχτήκανε μὲ μεγάλες χαρὲς Σαρεκκλ. Τοὺν ἀναδέχκι μὶ καλὸ τρόπου Αἶν.‖ Φρ. Καλῶς τοὺν ἀναδεχτήκατι! (εὐχὴ πρὸς τοὺς οἰκείους τοῦ ἐξ ἀποδημίας ἐπανελθόντος) Αἶν. Καλῶς νὰ τοὺνν ἀναδιχτῆτι! Σαμοθρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η στ. 2952 (ἔκδ. JSchmitt) «γλυκία τὸν ἀναδέχτηκεν, μετὰ τιμῆς μεγάλης, | εὐεργεσίαν τοὺς ἔποικεν ἄλογα καὶ φαρία». Πβ. δέχομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/