ἀναδίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναδίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναδίνω, ἀναδίδω Δ.Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (Μάν.) ἀναΐω Κάρπ. ἀναδκιˬῶ Κύπρ. ἀναδῶ Χίος (Ἀμάδ.) ἀνεδίδω Α.Κρήτ. ἀνεδίω Χίος ἀναδίνω κοιν. ἀναδίνου βόρ. ἰδιώμ. ἀναδούνω Κύθηρ. ἀνεδίνω πολλαχ. ἀνιδίνου Ἴμβρ. Λέσβ. Λῆμν. Σαμοθρ. ἀναδώνω πολλαχ. ἀναδώνου Σκῦρ ἀνεδώνω Θρᾴκ. Παρ κ. ἀ. ᾽ναΐδω Συμ ᾽νεδίω Χίος ᾽νεδῶ Ρόδ. ΄νεῶ Ροδ͵νεῶ Ροδ. ᾿ναδίν-νω Συμ. ᾿νουθίν-νου Λυκ (Λιβύσσ.) ’ναδώνω Εὔβ. (Κονίστρ.) ’ναδών-νω Κῶς Σύμ. ᾿νεδώνω Ροδ. Μετοχ. ἀναδομένος πολλαχ. ἀνεδομένος Α.Κρήτ. ἀνιδουμένους Λέσβ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀναδίδωμι. Τὸ ἀναδίδω καὶ παρά Βλάχ., τὸ δὲ ἀναδίνω καὶ παρὰ Σομ. Ὁ τύπ. ἀναδῶ κατὰ ΓΧατζιδ. ἐκ τοῦ ἀναδίδω διὰ τῶν μεταβατικῶν τύπ. ἀναδίω-ἀναδιˬῶ. ᾽Ιδ. ᾽Αθηνᾶν 28 (1916) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 113. ᾿Εκ τοῦ ἀναδιˬῶ καὶ ὁ τύπ ἀναδκιˬῶ. Τὸ ε τοῦ ἀνεδίνω κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἀορ. ἀνέδωσα. Ἡ μετοχ. ἀναδομένος καὶ παρὰ Βλαχ

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Ἐκφύω βλαστούς, βλαστάνω, ἐπὶ γῆς καὶ δένδρων Ἤπ. Θεσσ. (Καλαμπάκ.) κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀναδίδωμι): Τὸ δέdρο ἀναδίνει Ἤπ ᾿Αναδίνει ό κάμπος καταπράσινα τ᾿ ἀστάχυˬα Λεξ. Δημητρ. ’Ανάδουκι οὑ τόπους (ἐβλάστησε λεπτὴν χλόην κατόπιν βροχῆς) Καλαμπάκ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Θουκ 3,58 «ὅσα τε ἡ γῆ ἡμῶν ἀνεδίδου ὡραῖα πάντων ἀπαρχὰς ἐπιφέροντες». 2) ᾿Εκβάλλω, ἐκπέμπω (α) ᾿Οσμὴν Ἤπ. Κερκ Μῆλ. ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 56 ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,135: Τὰ χὰρβαλα πατώματα ἀνάδιναν μιˬὰ μυρωδιὰ Κερκ. Τὸ φαεῖ ἀνεδίνει βρομεˬὰ Μῆλ. ’Ανάδωνε ποδαρίλα ΚΠασαγιάνν. ἐνθ’ ἀν. Ἡ γαλατσίδα καὶ τὸ χαμωκέρασο ἀνάδιναν βαρε͜ιὰ μυρουδιˬὰ ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ Πλουτάρχ. Θεμιστ. 8,30 «λίθος τῇ χειρὶ τριβόμενος καὶ χρόαν καὶ ὀσμὴν κροκίζουσαν ἀναδίδωσι». (β) Φλόγα Κερκ κ.ἀ. ΛΜαβιλ Ἔργα 63 Τὸ καντήλι ἀνάδωκε μιˬὰν ἀναλαμπὴ Κερκ. ᾿Απὸ τὸ σκισμένο στῆθος του ἀνάδινε φωτιˬὲς ΛΜαβιλ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Θουκ. 3,88 «τὴν νύκτα φαίνεται πῦρ ἀναδιδοῦσα πολὺ καὶ τῆς ἡμέρας καπνόν». (γ) Καπνὸν Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀναδίδωμι): Ἀναδίνει καπνοὺς τὸ ἠφαίστειο. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. ἀνωτ. (β). (δ) Ἦχον Θεσσ. κ. ἀ.- ΛΜαβιλ Ἔργα 112: ᾎσμ. Ψηλὴ φωνὴ ἀνέδωκε ὅσο κιˬ ἄν ἠδυνήθη Θεσσ. -Ποίημ. Τὸ νερὸ ροβολᾷ |ἀπ᾿ τὸ βράχο ψηλὰ καὶ ἀναδίνει γλυκύτατον ἦχο ΛΜαβιλ ἔνθ’ ἀν. 3) Ἀναβλύζω, ἐπὶ ὕδατος καὶ ὑγρασίας, τοῦ ἀντικ. ἐνίοτε παραλειπομένου ὡς εὐκόλως ἐννοουμένου σύνηθ.: Τὸ βαρικὸ ἀνάδωκε νερὸ (βαρικὸ=τόπος ὑγρὸς) Πελοπν.(Καλάβρυτ.) Ἡ γῆ ἀναδίνει ὑγρασία Κεφαλλ. Τὸ σπίτι ἀνεδίνει ὁγρασιˬὰ Μῆλ. ’Αναδίνει ὁ τοῖχος τὴν ὑγρασία Κύθηρ. Ἀνεδίνει ὁ τοῖχος Θρᾴκ. (Μυριόφ.) ᾿Η στάμνα ἀνεδίει Χίος ᾿Ανεδίδει τὸ σπίτι Α.Κρήτ. ᾿Ανέδουσι τοὺ κατώ’ κι᾽ μουχλιάσαν τ’ ἄχυρα Λῆμν. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Πολυδ. 1,238 «ὕδωρ ἀναδιδοῦσα ἡ γῆ». Συνών. ἀζουδιˬῶ, ἀναδοτῶ 1, ἀναζουδιˬῶ, ἀναλείχω, ἀναξερνῶ. 4) Διαβρέχω, ὑγραίνω Εὔβ. (Κύμ. Κονίστρ.) Κύπρ. Πελοπν.(Λακων.) κ.ἀ.: Ἀνάδωσε τὰ ροῦχα (τὰ ἔβρεξε διὰ νὰ τὰ τοποθετήσῃ εἰς τὸ κοφίνι τῆς μπουγάδας) Κύμ. 5) Ζυμώνω ἐκ νέου, ἀναζυμώνω, συνήθως διὰ προζύμι, τὸ ὁποῖον διαβρέχεται πρὸς ἀναζύμωσιν καὶ ἐπαύξησιν τῆς ποσότητός του Σκῦρ.: ’Ανάδωσα τὸ προζύμι. Συνων. *ἀναδέρνω, ἀναδεύω Α 1 β, ἀναδορώνω 1, ἀνακινώ, ἀναμίγω, ἀναπήζω, ἀναπιˬάνω. 6) κτυπῶ, πλήττω (ἐνν. εἰς τὸ μυαλὸ κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἁπλοῦ δίνω) ἐν τῇ φρ. ἀνεδίδει μου₌ ἀνησυχῶ, στενοχωροῦμαι Α.Κρήτ.: Ἀνεδίδει μου πλεˬό, λείπουνε τὰ παιδιά μου καὶ φοβοῦμαι μὴ πά’ νὰ πάθανε πρᾶμα. Πβ. φρ. αὐτόθ. μοῦ δίδει ᾿ς τὸ μυˬαλὸ=₌τρελλαίνομαι 7) Ἀναξέω, ἐρεθίζω, ἐπί πληγῆς ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παλληκὰρ.55 Οἱ περασμένες πίκρες τῆς ἀνάδιναν τὴν πληγή, τῆς φέρνανε ’ς τὰ χείλη πεˬὸ πολὺ τὸ μοιρολόγι καὶ τ’ ἀνάθεμα ᾿ς τά περασμένα της. Β) Ἀμτβ. 1) Βλαστάνω, φυτρώνω (Νουμᾶς ἔτ. 1914 σ. 248) -Λεξ. Πρω. Τὸ μισίρι μαράθηκε πριχοῦ ἀναδώσῃ (σχῆμα λόγου, ἤτοι μαράθηκε πολὺ ἐνωρίς, μόλις ἐφύτρωσε μισιίρι=ἀραβόσιτος) Νουμᾶς ἔνθ᾽ ἀν. β) Εὐδοκιμῶ, προοδεύω, ἐπὶ φυτῶν ᾿΄Ηπ. Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Πελοπν. (Βούρβουρ) κ. ἀ.: Ἀπὸ τὴ βροχὴ ἀνάδωκαν τ᾿ ἀραποσίτια Βουρβουρ γ) ’Αναλαμβάνω τὰς σωματικὰς δυνάμεις, ἀναρρωνύω Πελοπν. (Βουρβουρ) κ. ἀ. -Λεξ. Δημητρ.: ᾿Ανάδωκε ὁ ἄρρωστος Βούρβουρ. Συνών ἀναζουμώνω, ἀναζῶ Α1, ἀνακαρώνω (Ι),δυναμώνω͵ καρδαμώνω. Συνών. φρ. παίρνω ἀπάνω μου. δ) Βελτιώνομαι, ἐπὶ καιροῦ Θεσσ.(᾿Αϊβάν.): ᾿Ανάδουκι κι᾽ βγῆκα (εἰς τὸ ἀνάδουκι ὑποκ. ἐνν. ἡ λ. καιρός). ε) Μετριάζομαι, καταπαύω, ἐπὶ βροχῆς (ἐκ τῆς φρ. ἀνάδωκε ὁ καιρὸς=ἐβελτιώθη, πῆρε ἀπάνω του ἐνν. διὰ τῆς παύσεως τῆς βροχῆς, κατήντησε τὸ ρῆμα εἰς τὴν ἀντίθετον σημ.) Θεσσ. (Ἀϊβάν.) : ᾿Ανάδουκι ἡ βροχή. ς) Ὑφίσταμαι τὴν ἀναγκαίαν ζύμωσιν, ἐπὶ ζύμης Θεσσ. (Ζαγορ.) Κύπρ: ᾿Ανέδουσι τοὺ ζ’μάρ’ Ζαγορ. Συνών. ἀναζυμώνω 2,ἀνεβαίνω,φουσκώνω. ζ) Ζυμοῦμαι πλέον τοῦ δέοντος, ἐπὶ ζύμης Κύπρ. Ἄρgησες νά δκιˬαρτίσῃς τὸ ψωμὶν ποῦ᾿ ζύμωσες τιˬ ἀνάδωσεν. 2) ’Αναφαίνομαι, ἐμφανίζομαι, ἐκδηλώνομαι Κεφαλλ. Κύπρ. κ.ἀ. -Λεξ. Μπριγκ.: Ἀνάδωσε ἡ λαδεˬὰ Κεφαλλ. Τοῦ ἀνάδωσαν οἱ ζωχάδες αὑτόθ. Ὅταν ἦρτα ἤμουν καλά, ἀλλὰ ὕστερα ἀνάδωσάν μου οἱ κόποι τῆς στράτας Κύπρ. ᾿Αναδῶσαν του οἱ κρυˬάδες-τά κρυολογήματα αὐτόθ. Ἀνέδωσέν του ἢ ἀρρώσκια αὐτόθ. Πβ. ξαναδίνω, χτυπῶ 3) Ἐκπέμπω δυσάρεστον ὀσμὴν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Νίσυρ. κ. ἀ. -Λεξ. Πρω.: Ἀναδίνει ἡ καταβάθρα Λεξ. Πρω. Ἀναδώνει τὸ ψάρι ποῦ εἶχες κλεισμένο ᾿ς τὸ ντουλάπι αὐτόθ. ᾿Εν᾽ παλα͜ιὰ τά κρεˬάτα τιˬ ἀναδώσασιν Κύπρ. Τὸ χτεσινὸ γιˬαχνὶ ἀναδκιˬᾷ αὐτόθ. Συνών. βρομῶ. 4) Ἀναδίδω φλόγα, ἀνάπτω, ἐπὶ πυρᾶς Πελοπν. κ. ἀ. -Λεξ. Βλαστ 496 :Ἀνάδωσε ἡ φωτιˬὰ Πελοπν. β) Μεταφ. ἐντείνομαι, ἐνισχύομαι Πελοπν.: ’Ανάδωσε ὁ καβγᾶς (ἔρις, φιλονικία) 5) Καθίσταμαι ὑγρός, διαβρέχομαι, ὑγραίνομαι σύνηθ.: Ἀνάδωκε τὸ στρῶμα τὸ ψωμί. Ἀνάδωκε τὸ ροῦχο. ᾿Ανάδωκε ὁ καφὲς καὶ δὲν ἀλέθεται πολλαχ. Ἔρριξε καλὴ βροχὴ κιˬ ἀνάδωσε ἡ γῆς Δλουκοπ. ἐν 'Ημερολ. Μ.Ἑλλάδ. 1930 σ. 265. Σπίρτα ἀνεδομένα Α.Κρήτ. Συνών. ἀναδοτῶ 2, ἀναδωκιˬάζω͵ἀναρρίχνω. β) Διατηροῦμαι εἰς κατάστασιν ὑδαρῆ κατὰ τὸ ψήσιμον, δὲν στερεοποιοῦμαι, ἐπὶ ἄρτου ἀτελῶς ψηνομένου ἕνεκα τῆς κακῆς ποιότητος τῶν ἀλεύρων ᾿΄Ηπ. Ζ Ἀνακροὐει κιˬ ἀναδίνει τὸ ψωμί. γ) Διαλύομαι ὑπὸ τῆς ὑγρασίας Θεσσ. Κρήτ. κ. ἀ.: ᾿Ανέδωκε τ᾿ ἁλάτσι Κρήτ. δ) Τήκομαι Πελοπν.(Λακων.) κ. ἀ.: Τὸ βούτυρο ἀναδώνει. Συνών. ἀναλε͜ιώνω, λε͜ιώνω. 6) Ἱδρώνω Σκόπ.: Ἀνάδουσι τοὺ πίδί. 7)’Ανβλύζω Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀναδίδωμι): Τὸ χειμῶνα ᾿ς τὸ κάμπο μερεˬὲς μερεˬές ἀναδίνει τὸ νερό. Συνών. ἀναβρυσιˬάζω, ἀναβρυσῶ, ἀναβρύω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/