ἀναδοκε͜ιῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδοκε͜ιῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναδοκε͜ιῶ, ἀναδ’κε͜ιῶ Κύπρ ἀναδόχνω Κύπρ. ἀναόγνω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ. τοῦ δοκεῖ, παρ’ ὃ καὶ δόχνει Τοῦ τύπ. ἀναδ’κε͜ιῶ φερομένου μόνον ἐν στίχῳ ἀπεκόπη τὸ ο διὰ μετρικὴν ἀνάγκην.
Σημασιολογία
Κατὰ γ΄ προσωπ μετὰ τῶν προσωπικῶν ἀντων. μου, σου κτλ ἀναδόχνει μου -σου κτλ., μεταβάλλω γνώμην: Εἶπεν νὰ κάμῃ τούν την δουλε͜ιάν τ’ ὕστερα ἀνάοξέν του (τούν την=τούτην τήν). Ὀμπρὸς λέει ἔτσι, ἀμ‒μὰ ὕστερις ἀναδόχνει του. ‖ ᾎσμ. Ὅπκο͜ιος ἀγάπην ἀγαπᾷ τ’ ὕστερις ἀναδ’κε͜ιᾷ του, τοῦτος ἀφέντης ὁ Θεὸς καλὰ ταὶ συχωρᾷ του (εἶναι παράδοξον ὅτι τὸν συγχωρεῖ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA