ἀνάδοσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάδοσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνάδοσι ἡ, ᾽Ανάφ. Θήρ. Κρήτ. Κῶς Ροδ κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀνάδοσ’ Τῆν. ἀνάδουσ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) κ. ἀ. ἀνάοσι Ροδ. ἀνέδοσι Θήρ. Θρᾴκ. Ακρήτ. Κῶς κ. ἀ. ’νάδοσι Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀνάδοσις. Ὁ τύπ ἀνέδοσι κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἀνεδίνω παρὰ τὸ ἀναδίνω.
Σημασιολογία
1) Βλάστησις Θρᾴκ. (Αἶν.) κ. ἀ -Λεξ. Δημητρ.: Ἡ ἀνάδοσι ’ς τὰ σπαρτὰ φέτος ἦταν πρώιμη Λεξ. Δημητρ Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Θεοφρ. Φυτ. αἰτ. 2,1,4 «ριζωθέντα γὰρ [τὰ σπέρματα]... ταχείας ποιεῖ καὶ ἀθρόας τὰς ἀναδόσεις». 2) Ἡ ἐκ τῆς γῆς άναδιδομένη ὑγρασία, ἡ ἰκμὰς ’Ανάφ. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Κῶς Ρόδ. Σύμ κ. ἀ. -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.: Ἔχει καλὴν ἀνάδοσιν τ᾿ ἀμπέλι Κῶς Βαστᾷ τὴν ἀνάδοσι’ του τ' ἀμπέλι αὐτόθ. Ἡ γῆς ἔχει ᾿νάδοσι Σύμ. Ἔχει ἀνάοσιν τὸ χωράφι Ροδ. ᾿΄Εχει ἀνέδοσι ἡ γῆς ΑΚρήτ Συνών. ἰδ. ᾽ἐν λ. ἀνάδκιˬον. β) Ἀτμίς Ἀνάφ. Θήρ.: Παροιμ. Τῶν πουλαριˬῶ οἱ καβαλλῖνες μὲ τὴν ἀνάδοσι ξεραίνονται (τῶν ἀφανῶν καἱ ταπεινῶν ἀνθρώπων αἱ πράξεις γρήγορα λησμονοῦνται. Συνών. παροιμ. τῶν ἀρνιˬῶ οἱ βερβελιˬὲς μὲ τὸ φεγγάρι ξεραίνονται) ᾿Ανάφ. Συνών ἀναδοσιˬά 1γ. 3) Δρόσος πρωινὴ Κρήτ. Τῆν. κ. ἀ. : Μὲ τσ᾽ ἀνάδοοες ἐγέμισεν ὁ κόσμος γδυμνοχοχλιοὺς Κρήτ. 4) Ἐλαχίστη ποσότης ὕδατος Κρήτ.: Τὸ σταμνὶ δὲν ἔχει ἀνάδοσι (οὐδὲ σταγόνα).‖ Φρ. Δὲν ἔχω ἀνάδοσι ’ς τὰ χείλη (εἶμαι ἀπορώτατος). Συνών. φρ. δὲν ἔχω δροσιˬά, δὲν ἔχω σάλιˬο ᾿ς τὰ χει’λη. 5) ᾿Ανύψωσις τῆς ἐπιφανείας ἀναβλύζοντος ὕδατος Λεξ. Δημητρ. : Εἶχε μεγάλη ἀνάδοσι τό πηγάδι μας τοῦτο τὸ χρόνο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA