ἀναδότης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναδότης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναδότης ὁ, Καππ. ἀναδότ’ς Μακεδ. (Χαλκιδ) ἀνιδότ’ς Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναδίνω. Τὸ ἀνιδότ’ς ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀνεδότης.

Σημασιολογία

Γεωργικὸν ἐργαλεῖον ἀποτελούμενον ἀπὸ ράβδον μακρὰν ἀπολήγουσαν εἰς δύο ἢ τρεῖς χηλάς, διὰ τοῦ ὁποίου ἀναρρίπτουν τούς θερισθέντας στάχυς ἢ τὰ ἄχυρα εἰς τὴν ἅμαξαν πρὸς μεταφορὰν εἴτε τοὺς στάχυς εἰς τὰ ὑψηλὰ μέρη τῆς θημωνιᾶς. Συνών. ἀναδότι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/