ἀνάδοχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάδοχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνάδοχος ὁ, λόγ. κοιν. Θηλ. ἀνάδοχη Ἤπ. (Παραμυθ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀνάδοχος₌=ὁ ὑποδεχόμενός τινα, ἐγγυητής.

Σημασιολογία

Ὁ κατὰ τὴν τέλεσιν τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος ἀναδεχόμενος ἐκ τῆς κολυμβήθρας τὸν βαπτιζόμενον: ᾎσμ. Χτένι μου, χτενάκι μου, διˬάβα ποῦθε διˬαβαίνεις καί τρίχα μὴ μοῦ κόψῃς μιˬά, τὴν ἔχω ἀγορασμένη μέσ᾽ ἀπὸ τὸν άνάδοχο καὶ τὴν ἀνάδοχή μου (γαμήλιον κατὰ τὸ κτένισμα τῆς νύμφης) Παραμυθ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ γλώσσῃ. Συνών. ἀναδεχτός 2, δεξάμενος (ἰδ. δέχομαι), νοννός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/