ἀναδρακοντεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδρακοντεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναδρακοντεύω ἀμάρτ. ἀνεδρακοdεύω Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. δρακοντεύω.
Σημασιολογία
Γίνομαι δράκων, ἀποκτῶ δύναμιν ἀκαταμάχητον: ᾎσμ. Ὄφις ἐνεδρακόdεψε και᾿ τρώει τὰ παλληκάριˬα (πβ ἀρχ. ἐκδρακοντοῦμαι=₌μεταβάλλομαι εἰς δράκοντα, ἐν Αἰσχύλ. Χοηφ. 549 «ἐκδρακοντωθεὶς δ’ ἐγὼ | κτενῶ νιν, ὡς τοὔνειρον ἐννέπει τόδε»). Συνων δρακοντεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA